- προκαταβολή
- [прокатаволи] ουσ. Θ. задаток, аванс
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
προκαταβολή — payment on account fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταβολή — η, ΝΑ [προκαταβάλλω] καταβολή εκ τών προτέρων ενός χρηματικού ποσού, προπληρωμή νεοελλ. 1. πληρωμή μέρους ενός συμφωνημένου ποσού, μπροστάντζα, αβάντσα («έδωσε μια προκαταβολή για το οικόπεδο που αγόρασε») 2. το μέρος τού οφειλόμενου χρηματικού… … Dictionary of Greek
προκαταβολή — η η πράξη και το αποτέλεσμα του προκαταβάλλω, προπληρωμή, το ποσό της προκαταβολής: Χωρίς προκαταβολή δε δίνει πράμα ο έμπορος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκαταβολαί — προκαταβολή payment on account fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταβολῆς — προκαταβολή payment on account fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταβολήν — προκαταβολή payment on account fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταβολῶν — προκαταβολή payment on account fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρραβώνας — (Νομ.).Είδος παρεπόμενης συμφωνίας που αποβλέπει να ενισχύσει και να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της κύριας ενοχικής σχέσης. Η συμφωνία αυτή καταρτίζεται με την παράδοση ενός αντικειμένου (χρηματικού ποσού ή πράγματος που ενέχει οικονομική αξία),… … Dictionary of Greek
προδοματικός — ή, όν, Α [πρόδομα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προκαταβολή 2. αυτός που γίνεται με προκαταβολή («εἰς ἀπόδοσιν προδοματικῆς μισθώσεως», πάπ.) 3. αυτός που προκαταβάλλεται («προδοματικοῡ μισθοῡ», πάπ.) … Dictionary of Greek
προπληρωμή — η, Ν [προπληρώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προπληρώνω, η προκαταβολή τής αξίας ενός πράγματος ή η προκαταβολή τής αμοιβής μιας εργασίας 2. (νομ. οικον.) το απαιτούμενο ποσό που προκαταβάλλεται από το δημόσιο ταμείο, με χρηματικά… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek